ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Πάνω από 7.000 είδη και υποείδη φυτών φιλοξενεί η Ελλάδα

Ο Καθηγητής Βοτανικής και Οικολογίας  στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Παναγιώτης Δημόπουλος, και Επιστημονικά Υπεύθυνος του έργου εκ μέρους της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, μας μιλάει στο ESG+ stories.

Ο Καθηγητής Βοτανικής και Οικολογίας  στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Παναγιώτης Δημόπουλος, και Επιστημονικά Υπεύθυνος του έργου εκ μέρους της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, μας μιλάει για τη συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) ώστε να επικαιροποιηθεί ο Κόκκινος Κατάλογος  των απειλούμενων φυτών στη χώρα μας. Εβδομήντα ερευνητές Βοτανικοί για τα αγγειόφυτα και τους μύκητες θα εργαστούν περίπου δεκαπέντε μήνες για να καταγράψουν την κατάσταση που βρίσκονται τα αυτόχθονα είδη της Ελληνικής χλωρίδας. Το έργο, το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2023, πραγματοποιείται στο πλαίσιο της στρατηγικής συνεργασίας που έχει υπογράψει ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) με τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN).

1. Κύριε Δημόπουλε, δεν ήξερα ότι οι κόκκινοι κατάλογοι των απειλούμενων ειδών περιέχουν και φυτά. Τι πρέπει να συμβεί ώστε ένα είδος να χαρακτηριστεί απειλούμενο;

Το πρώτο Κόκκινο Βιβλίο ή Κόκκινος Κατάλογος για τα απειλούμενα φυτά σε παγκόσμια κλίμακα κυκλοφόρησε το 1997 και αφορά 34.000 είδη φυτών (περίπου 12.5% της παγκόσμιας χλωρίδας) που απειλούνταν με εξαφάνιση. Αποτελούσε ένα στιγμιότυπο της κατάστασης της παγκόσμιας χλωρίδας στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας. Η έννοια των Κόκκινων Βιβλίων εισάγεται μόλις το 1967, από τον Sir Peter Scott, τότε πρόεδρο Επιτροπής Επιβίωσης Ειδών της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης (IUCNSpecies Survival Commission), και από αρκετούς αντιμετωπίστηκαν ως παρωχημένα ευρήματα.

Στην πραγματική ζωή όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα, καθώς και σε παγκόσμιο, σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο τα Κόκκινα Βιβλία αποτελούν εξαιρετικά εργαλεία για τη διατήρηση του φυσικού δυναμικού και του μοναδικού γενετικού αποθέματος κάθε χώρας. Η αξιολόγηση των φυτικών ειδών και η ένταξή τους σε μία από τις κατηγορίες κινδύνου βασίζεται σε ακριβή κριτήρια, τα οποία έχουν οριστεί από τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης και είναι τα ακόλουθα: μείωση πληθυσμού, γεωγραφική εξάπλωση είτε σε επίπεδο εύρους εξάπλωσης ή έκτασης κατάληψης, μικρό μέγεθος πληθυσμού και μείωση του, πολύ μικρός ή περιορισμένης έκτασης πληθυσμός. Στο πλαίσιο των Κόκκινων Καταλόγων, ο επίσημος όρος «Απειλούμενα» αναφέρεται στις κατηγορίες: Κρισίμως Κινδυνεύοντα, Κινδυνεύοντα και Τρωτά. Οι κατηγορίες κινδύνου είναι οι εξής:
• Εξαφανισθέντα: δεν υπάρχουν πλέον άτομα του είδους,
• Εξαφανισθέντα στη Φύση: εισηγμένος στη φύση πληθυσμός έξω από την ιστορική του κατανομή,
• Κρισίμως Κινδυνεύοντα: πολύ μεγάλος κίνδυνος εξαφάνισης στη φύση,
• Κινδυνεύοντα: μεγάλος κίνδυνος εξαφάνισης στη φύση,
• Τρωτά: Μεγάλη πιθανότητα κινδύνου,
• Εγγύς/Σχεδόν Απειλούμενα: Είναι πιθανό να γίνουν Κινδυνεύοντα στο άμεσο μέλλον

2.    Πόσα και ποια είδη αυτή τη στιγμή απειλούνται στη χώρα μας;

Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε πόσα είδη φυτών κινδυνεύουν ή απειλούνται. Και μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στην Ελλάδα που είναι μία από τις πλουσιότερες σε βιοποικιλότητα (περισσότερα από 7.000 αυτοφυή είδη και υποείδη φυτών) και περιβαλλοντικά ετερογενείς χώρες της Ευρώπης και της λεκάνης της Μεσογείου. Η Ελλάδα φιλοξενεί περίπου το 40% των φυτικών ειδών και υποειδών που έχουν αξιολογηθεί σύμφωνα με τα πρότυπα της IUCN σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με 65 είδη να έχουν χαρακτηριστεί ως απειλούμενα.
Παρ’ όλα αυτά, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ολοκληρωμένη αξιολόγηση του κινδύνου εξαφάνισης που να πληροί τα κριτήρια της IUCN, ούτε για το σύνολο των  ελληνικών ενδημικών φυτών, παρόλο που τα τελευταία 25 χρόνια έχουν γίνει δύο τέτοιες προσπάθειες για ένα μέρος της ελληνικής χλωρίδας με κύρια έμφαση στα ενδημικά φυτά.

Μέχρι σήμερα με βάση τα δημοσιευμένα Βιβλία Ερυθρών Δεδομένων της Ελλάδας (Phitos et al. 1995, Φοίτος κ.ά. 2009) και τον Ευρωπαϊκό Κόκκινο Κατάλογο της IUCN,γνωρίζουμε ότι από το σύνολο της ελληνικής χλωρίδας, που αποτελείται από περίπου 6.000 είδη και 2.000 υποείδη αγγειωδών φυτών, μόλις τα 1019 είδη (δηλ. ποσοστό περίπου 17%) έχουν αξιολογηθεί. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για ενδημικά ή περιορισμένης εξάπλωσης φυτά για τα οποία είναι συμπληρωμένη η κατηγορία κινδύνου σύμφωνα με τα κριτήρια της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης (IUCN). Όλα τα υπόλοιπα φυτά δεν έχουν αξιολογηθεί (Μη Αξιολογημένα-Not Evaluated). Οι πληροφορίες για τα αξιολογημένα μέχρι σήμερα φυτά έχουν καταχωρηθεί στη δικτυακή πλατφόρμα Flora of Greece web  και βλέπετε παρακάτω την ισχύουσα κατανομή στις επιμέρους κατηγορίες κινδύνου:

  • Εξαφανισθέντα (Extinct, ΕΧ): 2
  • Κρισίμως Κινδυνεύοντα (Critically Endangered, CR): 25
  • Κινδυνεύοντα (Endangered, EN): 82
  • Τρωτά (Vulnerable, VU): 187
  • Σχεδόν Απειλούμενα (Near Threatened, NT): 63
  • Μειωμένου Ενδιαφέροντος (Least Concern, LC): 591
  • Ανεπαρκώς Γνωστά (Data Deficient, DD): 69

Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, έχουμε δύο μόνο καταγεγραμμένες και τεκμηριωμένες εξαφανίσεις ειδών (Isoetes heldreichii και Stratiotes aloides). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά είδη στις δεκαετίες του 80’ και του 90’ θεωρούνταν εξαφανισμένα, όπως για παράδειγμα Adonis cyllenea, Centaurea musarum, Alkanna sartoriana, Onobrychis aliacmonia, Biebersteinia orphanidis, τα οποία όμως ξαναβρέθηκαν μετά από εντατική αναζήτηση από ερευνητές βοτανικούς.

3.    Ποιες περιοχές στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα;

Η Ελλάδα λαμβάνοντας υπόψη την έκτασή της, αναμένεται να έχει περίπου. 4.000 είδη φυτών. Ο πλούτος σε είδη της αυτόχθονης χλωρίδας είναι περίπου 50% υψηλότερος από τον προβλεπόμενο. Η Ελλάδα έχει περισσότερα από 7.000 είδη και υποείδη. Η έκταση της χώρας αντιστοιχεί στο 6% της Μεσογειακής περιοχής, αλλά φιλοξενεί το 26% των φυτών της μεσογειακής χλωρίδας.
Οι διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, διαφέρουν ως προς την ποικιλότητα των  οικοσυστημάτων, των τοπίων, το κλίμα και τη χλωρίδα τους.  Πιο πολλά είδη φυτών έχουν οι βόρειες  και ηπειρωτικές περιοχές, λόγω της μεγαλύτερης έκτασης και των επιρροών από την Ευρώπη. Ωστόσο, πιο πολλά ενδημικά είδη έχουν οι νότιες και νησιωτικές περιοχές, ως αποτέλεσμα της απομόνωσης και του μεσογειακού κλίματος.

Η επιστημονική μας εστίαση ωστόσο δεν γίνεται σε περιοχές που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά στα διαφορετικά οικοσυστήματα και στη σημασία τους ως προς τα φυτά που φιλοξενούν και ιδιαίτερα τα ενδημικά, σπάνια, στενότοπα και εν δυνάμει απειλούμενα, λόγω των μικρών τους πληθυσμών ως μοναδικά στοιχεία βιοποικιλότητας.

Και ξεκινάω από τα ορεινά οικοσυστήματα (πάνω από τα δασοόρια) όπου φιλο¬ξενούνται περισσότερα από 1.400 είδη φυτών από τα οποία τουλάχιστον 650, εμφανίζονται μόνο στις περιοχές αυτές. Από αυτά, περισσότερα από 380 είναι ελληνικά ενδημικά φυτά, ενώ τα 580 θεωρούνται ως είδη με περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση. Τα στοιχεία αυτά τεκμηριώνουν την ιδιαίτερη αξία για προστασία και διατήρηση της καλής κατάστασης αυτών των οικοσυστημάτων και των ειδών που φιλοξενούν. Θεωρητικά πρόκειται για οικοσυστήματα που πιέζονται και κινδυνεύουν λιγότερο από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, αν και τώρα πια α) έχουμε τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή που αναμένεται στις επόμενες δεκαετίες να επηρεάζουν αρνητικά τους πληθυσμούς των στενότοπων αυτών ειδών ολοένα και εντονότερα, β) την έναρξη χωροθέτησης τις τελευ-ταίες δεκαετίες, στο χώρο των οικοσυστημάτων μεγάλου υψομέτρου, υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Τα παράκτια οικοσυστήματα, οι υγρότοποι, και τα παραποτάμια δάση ως ενδιαιτήματα ειδών αντιμετωπίζουν αρκετές πιέσεις και απειλές και δεν βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η αλλαγή χρήσης, όπως για παράδειγμα η εγκατάλειψη της υπαίθρου στις ορεινές περιοχές, έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη παραδοσιακών δραστηριοτήτων όπως είναι η βόσκηση που οδηγεί σε αύξηση της κάλυψης από ξυλώδη είδη και σταδιακά τη δάσωση ανοικτών λιβαδικών οικοσυστημάτων που κατά κανόνα και σε συνθήκες ορθολογικής βόσκησης διατηρούν υψηλότερη βιοποικιλότητα, συγκριτικά με κλειστά/πυκνά δασικά οικοσυστήματα.

4.    Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση χλωριδικής  ποικιλότητας; Να υποθέσω οι καταστροφικές φωτιές, όπως αυτή στη Βόρεια Εύβοια το 2021;

Οι πυρκαγιές είναι καταστρεπτικός παράγοντας για τα οικοσυστήματα, με πολλαπλές επιπτώσεις, μεταξύ των οποίων η καταστροφή της δασικής κάλυψης, που ωστόσο, δεν μειώνει ντετερμινιστικά την ποικιλότητα των διαφορετικών ειδών φυτών. Αντιθέτως, πολλές φορές η μείωση της πυκνότητας κάλυψης του εδάφους από τη δασική βλάστηση οδηγεί σε αύξηση του αριθμού των ειδών, λόγω αύξησης της ετερογένειας (π.χ. ανοικτά διάκενα, λιβαδικά συστήματα, βραχώδεις εξάρσεις) και αλλαγής των οικολογικών συνθηκών. Τα τελευταία 200 χρόνια, οι συνδυασμένες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της αλλαγής των χρήσεων γης που οδηγεί σε ανησυχητική απώλεια των φυσικών ενδιαιτημάτων έχουν οδηγήσει σε εξαφάνιση ειδών, απώλεια της βιοποικιλότητας και ομογενοποίηση σε όλο τον κόσμο, με την αλλαγή των χρήσεων γης να κατατάσσεται ως η μεγαλύτερη απειλή για τη φύση και τη βιοποικιλότητα. Επιπλέον, και οι δύο αυτές απειλές [δηλ. η κλιματική αλλαγή και η αλλαγή χρήσης/κάλυψης γης (LULC)] μπορούν να δράσουν παράλληλα και να ενισχύσουν τις αρνητικές επιδράσεις η μία της άλλης στη βιοποικιλότητα.

Η λεκάνη της Μεσογείου, μια παγκόσμια «θερμή περιοχή» (hotspot) βιοποικιλότητας, εντός της οποίας βρίσκεται η Ελλάδα με σημαντικές “θερμές περιοχές”, που παρουσιάζει υψηλά ποσοστά ενδημισμού κυρίως σε νησιωτικές και ορεινές περιοχές, θεωρείται δυστυχώς και εστία εξαφάνισης λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, με υψηλά επίπεδα αναμενόμενης απώλειας περιοχών “άγριας φύσης” τις επόμενες δεκαετίες, ακόμη και εντός των προστατευόμενων περιοχών.

5.    Ποια η σημασία της συνεργασίας με τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης; Τι ακριβώς περιλαμβάνει;

Ο ρόλος της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης είναι κομβικός λόγω τηςμεγάλης εμπειρίας και τεχνογνωσίας που διαθέτει με τα έμπειρα στελέχη της, σε παγκόσμιες, ευρωπαϊκές και εθνικές αξιολογήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η IUCN οργανώνει σε συνεργασία με τον ΟΦΥΠΕΚΑ μια σειρά σεμιναρίων (workshops), όπως εκπαίδευση για τα κριτήρια του κόκκινου καταλόγου, εργαστήρια αναθεώρησης αξιολογήσεων, εργαστήρια για τους εκπαιδευτές του κόκκινου καταλόγου, προκειμένου αφενός να εξασφαλίζεται η συμβατότητα και η ομαλή υλοποίηση του έργου, αφετέρου να δημιουργηθεί ένα εθνικό δίκτυο ειδικών επιστημόνων για τους Κόκκινους Καταλόγους.

6.    Πιστεύετε ότι με τη συνεργασία θα αλλάξει ο αριθμός των απειλούμενων ειδών, έχοντας ως πιθανότητα ότι ενδεχομένως να διαφοροποιηθεί ο προσδιορισμός του είδους που απειλείται;

Μέσω της συνεργασίας της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας με τον ΟΦΥΠΕΚΑ και την υποστήριξη της IUCN στην υλοποίηση αυτού του κεφαλαιώδους σημασίας έργου της κατάρτισης ενός ολοκληρωμένου, σύγχρονου Εθνικού Κόκκινου Καταλόγου, καταρχάς θα βελτιωθεί η γνώση μας για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σύνολο των φυτών  της ελληνικής χλωρίδας. Γίνεται αντιληπτό ότι η αύξηση του αριθμού των κινδυνευόντων/απειλούμενων ειδών που αναπόφευκτα θα προκύψει δεν αντιστοιχεί σε πραγματική αύξηση των πιέσεων και απειλών που ασκούνται στα είδη και τα ενδιαιτήματά τους.

Τα Κόκκινα Βιβλία/Κόκκινοι Κατάλογοι ακολουθούν διεθνείς κανόνες αξιολόγησης προκειμένου να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο ένα είδος κινδυνεύει σε εθνική, περιφερειακή ή παγκόσμια κλίμακα.  Ένας εθνικός Κόκκινος Κατάλογος καταγράφει τα απειλούμενα είδη και τα κατατάσσει σε κατηγορίες κινδύνου, υποδεικνύοντας τα είδη που κινδυνεύουν περισσότερο. Ως εκ τούτου, αποτελεί πολύτιμο εργαλείο και οδηγό, όντας μέρος της εθνικής απογραφής της Ελληνικής βιοποικιλότητας, σύμφωνα με το άρθρο 10 του 3937/2011. Παράλληλα, οι Κόκκινοι Κατάλογοι χρησιμοποιούνται για την εκπόνηση σχεδίων δράσης ειδών και για την σύνταξη εθνικού καταλόγου ενδημικών ειδών (άρθρο 11).

7.    Μπορείτε να μας περιγράψετε το χρονοδιάγραμμα και τη διαδικασία καταγραφής ώστε να έχουμε μια εικόνα των εργασιών; Οι αξιολογήσεις αφορούν μόνο τα ενδημικά είδη;

Οι αξιολογητές παραδίδουν σε 2 φάσεις το σύνολο των αξιολογήσεων τους. Με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης (6 μήνες), πραγματοποιείται έλεγχος από μέλη της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης για την πληρότητα της αξιολόγησης και στη συνέχεια γίνονται διορθώσεις και αναθεωρημένες αξιολογήσεις ως προϊόν συνεργασίας με τους αξιολογητές. Στο τέλος Νοεμβρίου του 2023 θα έχουν παραδοθεί οι τελικές αξιολογήσεις για το σύνολο των 5.673 ειδών αγγειωδών φυτών της ελληνικής Χλωρίδας και για 662 είδη μυκήτων. Για πρώτη φορά θα αξιολογηθεί το σύνολο της ελληνικής χλωρίδας και όχι μόνο τα ενδημικά είδη. Με την ολοκλήρωση του έργου θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το πραγματικό ποσοστό των ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας που ανήκουν σε κατηγορία κινδύνου και θα μπορούμε να προτείνουμε κατάλληλες δράσεις διαχείρισης τους με σκοπό την προστασία των ειδών και των πληθυσμών τους και/ή την αποκατάσταση των ενδιαιτημάτων τους.

8.    Τι προσδοκάτε με τη σύνταξη του «Κόκκινου Καταλόγου»; Να ληφθούν μέτρα περαιτέρω προστασίας; Να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος;

Η πλήρης γνώση της κατάστασης των ειδών και των πληθυσμών τους είναι προαπαιτούμενο για τη διαχείριση των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους με σκοπό τη διατήρηση, την ενίσχυση ή την αποκατάσταση των ενδιαιτημάτων που φιλοξενούν τα είδη, αλλά και των πληθυσμών των ειδών. Απαιτούνται στρατηγικές διατήρησης για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης απώλειας της ποικιλότητας των φυτών, και ιδίως για την προστασία των σπάνιων και απειλούμενων φυτικών ειδών στη λεκάνη της Μεσογείου και στην Ελλάδα. Οι αξιολογήσεις του κινδύνου εξαφάνισης των περιφερειακών ενδημικών και σπάνιων ειδών σε διαφορετικά σενάρια κλιματικής αλλαγής είναι απαραίτητες για τη στρατηγική σχεδιασμού της διατήρησης και διαχείρισής τους. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών είναι κινητήριος μοχλός και είναι σημαντικό που πλέον γίνεται συνείδηση και σε εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις, ότι η κρίση βιοποικιλότητας και η κλιματική κρίση είναι αλληλένδετες. Η Βιοποικιλότητα και τα Οικοσυστήματα που μας προσφέρουν τροφή, φάρμακα, υλικά, αναψυχή και ευημερία φιλτράρουν τον αέρα και το νερό, συμβάλουν στη διατήρηση της κλιματικής ισορροπίας, βοηθάνε στη μετατροπή των αποβλήτων σε πόρους, στην επικονίαση και την γονιμοποίηση των καλλιεργειών.

Η κλιματική αλλαγή επιταχύνει την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος μέσω της ξηρασίας, των πλημμυρών και των δασικών πυρκαγιών, ενώ η απώλεια και η μη βιώσιμη διαχείριση της φύσης αποτελούν με τη σειρά τους βασικές αιτίες της κλιματικής αλλαγής. Όμως, όπως και οι κρίσεις, έτσι και οι λύσεις τους είναι αλληλένδετες.

Πηγή: www.esgstories.gr/

Επιστροφή στην κορυφή κουμπί